- οἰωνοσκοπίας
- οἰωνοσκοπίᾱς , οἰωνοσκοπίαauguryfem acc plοἰωνοσκοπίᾱς , οἰωνοσκοπίαauguryfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δία και της Κρήτης, αδελφός του Λυδού και του Μυσού και πατέρας του Αλαβάνδη, επώνυμου των Αλαβάνδων. Ήταν ιδρυτής και επώνυμος της Καρίας της Μικράς Ασίας, ενώ αναφέρεται και ως εφευρέτης της οιωνοσκοπίας … Dictionary of Greek
καρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Δία και της Κρήτης, αδελφός του Λυδού και του Μυσού και πατέρας του Αλαβάνδη, επώνυμου των Αλαβάνδων. Ήταν ιδρυτής και επώνυμος της Καρίας της Μικράς Ασίας, ενώ αναφέρεται και ως εφευρέτης της οιωνοσκοπίας … Dictionary of Greek
Ετρούσκοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Ε. υπήρξαν ο σημαντικότερος από τους λαούς που έζησαν στην Ιταλία πριν από τους Ρωμαίους και ο οποίος κατόρθωσε να επικρατήσει σε ένα μεγάλο μέρος της χερσονήσου και να δώσει δείγματα υψηλού πολιτισμού. Οι … Dictionary of Greek